- κρισσώδης
- κρισσώδης, -ῶδες (Α) [κρισσός]αυτός που μοιάζει με κιρσό, κιρσώδης*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρισσώδεις — κρισσώδης masc/fem acc pl κρισσώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)